Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό βασίλειο γεμάτο ήχους, τραγούδια και λουλούδια, ζούσε ένας νέος με τη μαγεία στα χέρια του και τη μουσική στην καρδιά του. Τον έλεγαν Ορφέα, και ήταν ο πιο χαρισματικός μουσικός που είχε ποτέ γεννηθεί. Όταν έπαιζε τη λύρα του, τα πουλιά σταματούσαν το πέταγμά τους, τα ζώα έσκυβαν να ακούσουν, και ακόμη και τα δέντρα πλησίαζαν για να τον αγκαλιάσουν με τα φύλλα τους.
Κάποια ημέρα, σε ένα καταπράσινο λιβάδι γεμάτο άνθη, ο Ορφέας συνάντησε μια νύμφη τόσο όμορφη, που ακόμα και τα αστέρια θα ζήλευαν τη χάρη της. Ήταν η Ευρυδίκη. Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν, και από εκείνη τη στιγμή, γεννήθηκε μια αγάπη δυνατή και καθαρή σαν τον πιο αγνό ήχο της λύρας.
Παντρεύτηκαν, και η ζωή τους γέμισε με μελωδίες, φως και ευτυχία. Όμως, η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Μια μέρα που η Ευρυδίκη περπατούσε μόνη της στο δάσος, την είδε ο Αρισταίος και άρχισε να την κυνηγά. Στην προσπάθειά της να ξεφύγει, πάτησε ένα φίδι. Το φίδι την δάγκωσε στο πόδι, κι εκείνη έπεσε νεκρή, σαν λουλούδι που κόπηκε απότομα από το μίσχο του.
Ο Ορφέας έκλαψε, ούρλιαξε, σιώπησε… και ύστερα αποφάσισε να κατέβει στον Άδη, τον κόσμο των νεκρών, για να τη φέρει πίσω. Με τη λύρα του στα χέρια, τραγούδησε τόσο λυπημένα και τόσο όμορφα που ο Κέρβερος – το φοβερό τρικέφαλο σκυλί – έγειρε σαν κουτάβι. Οι σκιές των νεκρών σταμάτησαν το αιώνιο βάδισμά τους. Οι Ερινύες, οι αυστηρές θεότητες της τιμωρίας, έκλαψαν. Ο Άδης και η Περσεφόνη, βασιλείς του κάτω κόσμου, ένιωσαν τη μουσική να τους μαλακώνει την καρδιά.
«Πάρε την Ευρυδίκη» του είπαν. «Αλλά υπάρχει ένας όρος. Θα περπατήσεις μπροστά κι εκείνη θα σε ακολουθεί. Δεν θα γυρίσεις να την κοιτάξεις, παρά μόνο όταν βγείτε και οι δύο στο φως του ήλιου. Αν γυρίσεις νωρίτερα… θα τη χάσεις για πάντα».
Ο Ορφέας συμφώνησε. Άρχισε να ανεβαίνει το σκοτεινό μονοπάτι του Κάτω Κόσμου. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Δεν άκουγε βήματα πίσω του, κι αμφέβαλε: μήπως δεν τον ακολουθούσε; Μήπως τον ξεγέλασαν; Μήπως...;
Και τότε, λίγο πριν το φως, μη αντέχοντας άλλο την αγωνία, γύρισε το κεφάλι του.
Μόλις την αντίκρισε – όμορφη, λουσμένη στο μισοσκόταδο – άπλωσε το χέρι του, αλλά ήταν αργά. Η Ευρυδίκη χαμογέλασε λυπημένα και άρχισε να χάνεται μέσα στη σκιά, πίσω στον Άδη. Ο Ορφέας την είχε χάσει… για πάντα.
Από τότε, ο Ορφέας έπαιζε μόνο θλιμμένα τραγούδια. Δεν ξαναγέλασε, δεν ξανάδε γυναίκα, δεν αγάπησε πια. Κάποιοι λένε πως πέθανε από τον πόνο, κάποιοι άλλοι πως κατασπαράχτηκε από Μαινάδες, που δεν άντεχαν την περιφρόνησή του. Μα η λύρα του, η πιστή του σύντροφος, ανέβηκε στον ουρανό και έγινε ένα λαμπερό αστέρι. Κάθε φορά που κοιτάμε τον ουρανό και νιώθουμε την καρδιά μας να χτυπά δυνατά μες στη σιωπή της νύχτας, ίσως ακούμε ακόμα τη μελωδία του Ορφέα.
Κι έτσι τελειώνει η ιστορία του μεγάλου έρωτα του Ορφέα και της Ευρυδίκης – σαν τραγούδι που δεν τελειώνει ποτέ, αλλά συνεχίζει να ψιθυρίζεται στον άνεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου